διάτρημα

διάτρημα
το отверстие, дыра; скважина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διάτρημα" в других словарях:

  • διάτρημα — foramen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάτρημα — το (AM διάτρημα) [διατετραίνω] τρύπα, άνοιγμα που δημιουργείται από διάτρηση νεοελλ. τρύπα σε πέτρωμα όπου τοποθετείται η εκρηκτική ύλη για την ανατίναξη || αρχ. μσν. μονόξυλο κατασκευασμένο από κορμό δέντρου αρχ. τρύπα στα νωτιαία νεύρα …   Dictionary of Greek

  • διατρήματος — διάτρημα foramen neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Gastornis — Temporal range: 56–40 Ma …   Wikipedia

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • ηώκαινο — Η δεύτερη υποπερίοδος του καινοζωικού αιώνα ή τριτογενούς, η έναρξη της οποίας υπολογίζεται πριν από περίπου 70 εκατομμύρια χρόνια. Διήρκεσε πιθανότατα 30 εκατομμύρια χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων αποτέθηκαν ιζήματα συνολικού πάχους πάνω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»